- λίβ'
- λίβα , λίψ 1the SW. windmasc acc sgλίβε , λίψ 1the SW. windmasc nom/voc/acc dualλίβα , λίψ 2streamfem acc sgλίβε , λίψ 2streamfem acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ούλμαν, Λιβ — (Liv Ullmann, Τόκιο 1939 –). Ηθοποιός νορβηγικής καταγωγής. Γεννήθηκε από Νορβηγούς γονείς στην Ιαπωνία και σπούδασε υποκριτική στο Λονδίνο λίγο πριν γίνει ευρύτερα γνωστή ως μεγάλο ταλέντο της σκηνής στην πατρίδα της. Ο γνωστός σκηνοθέτης… … Dictionary of Greek
κακοπαθώ — και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, έω, Μ και κακοπαθαίνω) [κακοπαθής] (αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῑν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.) νεοελλ. 1. δυστυχώ,… … Dictionary of Greek
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
εμπροσθινός — και μπροστινός, ή, ό (Μ ἐμπροσθινός και μπροστινός και ἐμπροστινός και ὀμπροστινός) 1. πρόσθιος, εμπρόσθιος, μπροστινός 2. προηγούμενος («ὁ μπροστινός της ἄνδρας», Λίβ.) μσν. (για στρατιώτη) αυτός που βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή, στην προκάλυψη … Dictionary of Greek
ηλίβατος — ἠλίβατος και δωρ. ἀλίβατος, ον (Α) 1. (στον Όμ. πάντα για απότομους βράχους) ψηλός, απότομος, απόκρημνος, ανηφορικός 2. (για δέντρα, καθώς και για τον θρόνο τού Διός στην Ολυμπία) ψηλός, μεγάλος (τῶν ἠλιβάτων θρόνων ἄρχοντα», Αριστοφ.) 3. (για τη … Dictionary of Greek
ηλιογέννητος — και λιογέννητος, η, ο (Μ ἡλιογέννητος, ον) ο γεννημένος από τον ήλιο, ωραίος σαν τον ήλιο («κοράσιον ἡλιογέννητον», Λίβ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + γεννητός (< γεννώ)] … Dictionary of Greek
ιχνάδι — και αχνάδι τό (Μ ἰχνάδιν) ίχνος («ἀγάπην εἶδα μετ αὐτήν, εἶχ ἐντροπῆ ἰχνάδιν», Λίβ. και Ροδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + άδι (πρβλ. κροκ άδι, σκοτ άδι). Ο τ. αχνάδι προήλθε με προληπτική αφομοίωση τού αρκτικού φωνήεντος ι προς το φωνήεν που ακολουθεί … Dictionary of Greek
ιχνοπατώ — ἰχνοπατῶ, έω (AM) μσν. ακολουθώ τα ίχνη ή, δ. ερμ., πατώ πάνω σε κάποιον («καὶ νὰ ἰχνοεπάτησες αὐθεντικὰ εἰς ἐμέναν», Λίβ. και Ροδ.) αρχ. πατώ, βαδίζω, βηματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + πατῶ] … Dictionary of Greek
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
κακοπροαιρεσία — κακοπροαιρεσία, ἡ (Μ) κλίση προς το κακό, προτίμηση προς το κακό, ατυχία («τῆς εἱμαρμένης μου ἔμαθες τὴν κακοπροαιρεσίαν», Λίβ. και Ροδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + προαίρεσις] … Dictionary of Greek